κοινός
[kjiˈnos], κοινή, κοινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- gemeinsamκοινός που ανήκει σε πολλούςκοινός που ανήκει σε πολλούς
- gewöhnlich, gemein, geläufig, gängigκοινός συνηθισμένοςκοινός συνηθισμένος
- öffentlichκοινός δημόσιοςκοινός δημόσιος
esempi
- από κοινούgemeinsam
- κοινή γερμανικήθηλυκό | Femininum, weiblich fHochdeutschουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
nascondi gli esempimostra più esempi