„γνώμη“: θηλυκό γνώμη [ˈɣnomi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Meinung, Urteil, Ansicht Meinungθηλυκό | Femininum, weiblich f (για über+αιτιατική | +Akkusativ +akk) γνώμη Ansichtθηλυκό | Femininum, weiblich f γνώμη γνώμη Urteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n γνώμη κρίση γνώμη κρίση esempi κοινή γνώμη öffentliche Meinungθηλυκό | Femininum, weiblich f κοινή γνώμη κατά τη γνώμη μου meiner Meinung nach κατά τη γνώμη μου είμαι της γνώμης der Meinung sein (ότι dass) είμαι της γνώμης τι γνώμη έχεις; was meinst du dazu? τι γνώμη έχεις; λέω τη γνώμη μου meine Meinung äußern λέω τη γνώμη μου αλλάζω γνώμη seine Meinung ändern αλλάζω γνώμη γνώμη του ειδικού Expertenmeinungθηλυκό | Femininum, weiblich f γνώμη του ειδικού nascondi gli esempimostra più esempi