καλό
[kaˈlo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gute(s)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαλό σε αντίθεση προς το κακόκαλό σε αντίθεση προς το κακό
- Wohlουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαλό ευημερίαWohlergehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαλό ευημερίακαλό ευημερία