„νους“: αρσενικό νους [nus]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <νου> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Verstand, Ratio, Geist, Vernunft Verstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m νους μυαλό, νόηση νους μυαλό, νόηση Ratioθηλυκό | Femininum, weiblich f νους σύνεση Vernunftθηλυκό | Femininum, weiblich f νους σύνεση νους σύνεση Geistαρσενικό | Maskulinum, männlich m νους σε αντίθεση με την ύλη νους σε αντίθεση με την ύλη esempi έχε το νου σου! sei vorsichtig!, sieh dich vor! έχε το νου σου! κοινός νους gesunder Menschenverstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m κοινός νους