κοινό
[kjiˈno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Publikumουδέτερο | Neutrum, sächlich nκοινό θεάτρουκοινό θεάτρου
- Öffentlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκοινό δημοσιότητακοινό δημοσιότητα