δουλειά
[ðuˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Arbeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδουλειά εργασίαδουλειά εργασία
- Jobαρσενικό | Maskulinum, männlich mδουλειά ευκαιριακήδουλειά ευκαιριακή
- Berufαρσενικό | Maskulinum, männlich mδουλειά επάγγελμαδουλειά επάγγελμα
- Angelegenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fδουλειά υπόθεσηδουλειά υπόθεση
- Geschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich nδουλειά εμπορικήδουλειά εμπορική