μαθαίνω
[maˈθeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <έμαθα; -εύτηκα; -εμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- lernenμαθαίνω αποκτώ γνώσειςμαθαίνω αποκτώ γνώσεις
- lehren (κάποιον κάτι jemanden etwas)μαθαίνω διδάσκωbeibringen (κάποιον κάτι jemandem etwas)μαθαίνω διδάσκωμαθαίνω διδάσκω
- erfahren (για über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)μαθαίνω πληροφορούμαιμαθαίνω πληροφορούμαι
- ergreifenμαθαίνω επάγγελμαμαθαίνω επάγγελμα
esempi
- μαθαίνω Ελληνικάich lerne Griechisch
- sich einarbeiten
- jemanden einarbeiten
nascondi gli esempimostra più esempi