βρίσκομαι
[ˈvriskome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich befindenβρίσκομαιβρίσκομαι
- liegenβρίσκομαι τόποςβρίσκομαι τόπος
- gefunden werdenβρίσκομαι κάτι που χάθηκεβρίσκομαι κάτι που χάθηκε
esempi
- βρίσκομαι σε αρχικό στάδιο
- βρίσκομαι σε ετοιμότητα
- βρίσκομαι στην μειοψηφίαsich in der Minderzahl befinden
nascondi gli esempimostra più esempi