Traduzione Greco-Tedesco per "στοιχείο"

"στοιχείο" traduzione Tedesco

στοιχείο
[stiˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Elementουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    στοιχείο μέρος, κ. χημεία | Chemieχημ
    στοιχείο μέρος, κ. χημεία | Chemieχημ
  • Bestandteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    στοιχείο συστατικό
    στοιχείο συστατικό
  • Anhaltspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    στοιχείο ένδειξη
    στοιχείο ένδειξη
  • Buchstabeαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    στοιχείο γράμμα
    Letterθηλυκό | Femininum, weiblich f
    στοιχείο γράμμα
    στοιχείο γράμμα
esempi
  • στοιχεία
    Personalienπληθυντικός | Plural pl
    στοιχεία
  • στοιχεία
    Datenπληθυντικός | Plural pl
    στοιχεία
  • βρίσκομαι στο στοιχείο μου
    ganz in seinem Element sein
    βρίσκομαι στο στοιχείο μου
  • nascondi gli esempimostra più esempi
δομικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Bauelementουδέτερο | Neutrum, sächlich n
δομικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
χημικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
chemisches Elementουδέτερο | Neutrum, sächlich n
χημικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
στιλιστικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Stilelementουδέτερο | Neutrum, sächlich n
στιλιστικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
περιουσιακό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Gutουδέτερο | Neutrum, sächlich n
περιουσιακό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
θερμαντικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Heizelementουδέτερο | Neutrum, sächlich n
θερμαντικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
φωσφορίζον στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Leuchtzifferθηλυκό | Femininum, weiblich f
φωσφορίζον στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ζωτικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Herzblutουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ζωτικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αποδεικτικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Belegαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αποδεικτικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ελκυστικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Zierdeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ελκυστικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
τυπογραφικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Druckbuchstabeαρσενικό | Maskulinum, männlich m
τυπογραφικό στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Ci comunichi la Sua opinione!

Come trova il dizionario online Langenscheidt?

Grazie per la Sua valutazione!

Desidera lasciare un feedback sui nostri dizionari online?

Manca una traduzione, ha notato un errore o desidera farci un complimento? Compili il nostro modulo per il feedback. Il Suo indirizzo e-mail è opzionale e ci serve solo per rispondere alla Sua richiesta secondo la nostra politica sulla privacy.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Campi obbligatori

Si prega di compilare i campi contrassegnati.

Grazie per il Suo feedback!

Vieni a farci visita al sito: