„Element“: Neutrum, sächlich ElementNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) στοιχείο στοιχείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Element auch | και, επίσηςa. Chemie | χημείαCHEM Element auch | και, επίσηςa. Chemie | χημείαCHEM esempi ganz in seinem Element sein βρίσκομαι στο στοιχείο μου ganz in seinem Element sein