fehlerhaft
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- λανθασμένοςfehlerhaftfehlerhaft
- ελαττωματικόςfehlerhaft defektfehlerhaft defekt
- κατεστραμμένοςfehlerhaft Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Dateiet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etcfehlerhaft Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Dateiet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc