„mangelhaft“: Adjektiv mangelhaftAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ελαττωματικός, ελλιπής, ελλειπτικός ελαττωματικός, ελλιπής, ελλειπτικός mangelhaft mangelhaft