ελαττωματικός
[elatomatiˈkos], ελαττωματική, ελαττωματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- mangelhaftελαττωματικόςελαττωματικός
- defektελαττωματικός χαλασμένοςελαττωματικός χαλασμένος