σκάω
[ˈskao]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <σκας; -σα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
σκάω
[ˈskao]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <σκας; -σα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (zer)platzen, berstenσκάω μπαλόνι, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκάω μπαλόνι, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- explodierenσκάω βόμβασκάω βόμβα
- aufspringenσκάω επιδερμίδασκάω επιδερμίδα
- platzen (από vor+δοτική | +Dativ +dat)σκάωσκάω
- brechenσκάω κύματασκάω κύματα
- schlüpfenσκάω από το κέλυφοςσκάω από το κέλυφος