„ζέστη“: θηλυκό ζέστη [ˈzesti]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Wärme, Hitze Wärmeθηλυκό | Femininum, weiblich f ζέστη μέτρια ζέστη μέτρια Hitzeθηλυκό | Femininum, weiblich f ζέστη υψηλή ζέστη υψηλή esempi κάνει ζέστη es ist warm κάνει ζέστη κάνει πολλή ζέστη es ist heiß κάνει πολλή ζέστη τι ζέστη! was für eine Hitze! τι ζέστη!