μύτη
[ˈmiti]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Naseθηλυκό | Femininum, weiblich fμύτημύτη
- Schnabelαρσενικό | Maskulinum, männlich mμύτη ράμφοςμύτη ράμφος
- Spitzeθηλυκό | Femininum, weiblich fμύτη αιχμήμύτη αιχμή
- Zackeθηλυκό | Femininum, weiblich fμύτη δόντι, προεξοχήμύτη δόντι, προεξοχή
- Zackenαρσενικό | Maskulinum, männlich mμύτη ιδιωματισμός | regional verwendetιδιωμμύτη ιδιωματισμός | regional verwendetιδιωμ
- Zipfelαρσενικό | Maskulinum, männlich mμύτη άκρη μαντιλιούμύτη άκρη μαντιλιού
- Spürsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich mμύτη διαίσθηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμύτη διαίσθηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ