„ουρά“: θηλυκό ουρά [uˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Schwanz, Schweif, Schlange, Schleppe Schwanzαρσενικό | Maskulinum, männlich m ουρά ζώου ουρά ζώου Schweifαρσενικό | Maskulinum, männlich m ουρά κομήτη ουρά κομήτη Schlangeθηλυκό | Femininum, weiblich f ουρά σειρά ανθρώπων ουρά σειρά ανθρώπων Schleppeθηλυκό | Femininum, weiblich f ουρά νυφικού ουρά νυφικού esempi περιμένω ή στέκομαι στην ουρά Schlange stehen, anstehen περιμένω ή στέκομαι στην ουρά μπαίνω στην ουρά sich anstellen μπαίνω στην ουρά ουρά αλεπούς Fuchsschwanzαρσενικό | Maskulinum, männlich m ουρά αλεπούς ουρά αναμονής Warteschlangeθηλυκό | Femininum, weiblich f ουρά αναμονής ουρά κομήτη Kometenschweifαρσενικό | Maskulinum, männlich m ουρά κομήτη nascondi gli esempimostra più esempi