στέκομαι
[ˈstekome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <στάθηκα> στέκω [ˈsteko] <στάθηκα>αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- stehenστέκομαι είμαι όρθιοςστέκομαι είμαι όρθιος
- dastehen, herumstehenστέκομαι χωρίς να κάνω τίποταστέκομαι χωρίς να κάνω τίποτα
- στέκομαι σταματώ