„κουνώ“: μεταβατικό ρήμα κουνώ [kuˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) bewegen, rühren, regen, schütteln, rütteln an, schwenken schwingen, wiegen, schaukeln bewegen κουνώ κινώ κουνώ κινώ rühren, regen κουνώ απαλά κουνώ απαλά schütteln κουνώ ανακινώ, κ. κεφάλι κουνώ ανακινώ, κ. κεφάλι rütteln an+δοτική | +Dativ +dat κουνώ ταρακουνώ κουνώ ταρακουνώ schwenken, schwingen κουνώ σημαία, μαντίλι κουνώ σημαία, μαντίλι wiegen, schaukeln κουνώ μωρό κουνώ μωρό esempi δεν το κουνάω από ’δώ! ich rühre mich nicht vom Fleck! δεν το κουνάω από ’δώ! κουνώ την ουρά mit dem Schwanz wedeln κουνώ την ουρά