ψάρεμα
[ˈpsarema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Fischenουδέτερο | Neutrum, sächlich nψάρεμαψάρεμα
- Fischfangαρσενικό | Maskulinum, männlich mψάρεμα αλίευσηFischereiθηλυκό | Femininum, weiblich fψάρεμα αλίευσηψάρεμα αλίευση
- Angelsportαρσενικό | Maskulinum, männlich mψάρεμα ερασιτεχνικόψάρεμα ερασιτεχνικό
- Aushorchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nψάρεμα απόσπαση μυστικών μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφψάρεμα απόσπαση μυστικών μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ