μόνο
[ˈmono]επίρρημα | Adverb advPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- μόνο
- bloßμόνο απλώςμόνο απλώς
- allein, nur, ausschließlichμόνο αποκλειστικάμόνο αποκλειστικά
- erstμόνο + προσδιορισμός χρόνουμόνο + προσδιορισμός χρόνου
μόνο
[ˈmono]σύνδεσμος | Konjunktion, Bindewort konjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)