γενικός
[jeniˈkos], γενική, γενικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- γενικά | allgemeinγεν, generellγενικόςγενικός
- Haupt-γενικόςγενικός
- Gesamt-γενικόςγενικός
- General-γενικόςγενικός
- pauschalγενικός χωρίς διάκρισηγενικός χωρίς διάκριση
esempi
- γενικές γνώσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplAllgemeinwissenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- Gnadenerlassαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- γενική ανακαίνισηθηλυκό | Femininum, weiblich fGeneralüberholungθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi