αντιπρόσωπος
[andiˈprosopos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vertreterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαντιπρόσωποςRepräsentantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαντιπρόσωποςαντιπρόσωπος
esempi
- αντιπρόσωπος μεταχειρισμένων αυτοκινήτωνGebrauchtwagenhändlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αντιπρόσωπος πωλήσεωνAußendienstmitarbeiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f