εικόνα
[iˈkona]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Bildουδέτερο | Neutrum, sächlich nεικόναεικόνα
- Abbildungθηλυκό | Femininum, weiblich fεικόνα απεικόνισηIllustrationθηλυκό | Femininum, weiblich fεικόνα απεικόνισηεικόνα απεικόνιση
- Ikoneθηλυκό | Femininum, weiblich fεικόνα θρησκεία | Religionθρησκεικόνα θρησκεία | Religionθρησκ
esempi
- εικόνα εξώφυλλουTitelbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εικόνα της ΠαναγίαςMarienbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εικόνα της πόληςStadtbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi