„συνωστισμός“: αρσενικό συνωστισμός [sinostizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Gewimmel, Gedränge, Andrang, Getümmel Gewimmelουδέτερο | Neutrum, sächlich n συνωστισμός Gedrängeουδέτερο | Neutrum, sächlich n συνωστισμός Andrangθηλυκό | Femininum, weiblich f συνωστισμός Getümmelουδέτερο | Neutrum, sächlich n συνωστισμός συνωστισμός