„συμφέρον“: ουδέτερο συμφέρον [simˈferon]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <-οντα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Interesse Interesseουδέτερο | Neutrum, sächlich n συμφέρον συμφέρον esempi είναι συμφέρον μου να … es ist in meinem Interesse, zu … είναι συμφέρον μου να …