Vorsatz
Maskulinum, männlich | αρσενικό mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- σκοπόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mVorsatz AbsichtστόχοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mVorsatz AbsichtVorsatz Absicht
- πρόθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fVorsatz Rechtswesen | νομικός όροςJURπρομελέτηFemininum, weiblich | θηλυκό fVorsatz Rechtswesen | νομικός όροςJURVorsatz Rechtswesen | νομικός όροςJUR