πρόθεση
[ˈproθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Absichtθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόθεση σκοπόςπρόθεση σκοπός
- Vorsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mπρόθεση νομικός όρος | Rechtswesenνομπρόθεση νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Protheseθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόθεση ιατρική | Medizinιατρπρόθεση ιατρική | Medizinιατρ
- Präpositionθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόθεση γραμματική | Grammatikγραμμπρόθεση γραμματική | Grammatikγραμμ
esempi
- εκ προθέσεως νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- πρόθεση φόνουTötungsabsichtθηλυκό | Femininum, weiblich f