„προμελέτη“: θηλυκό προμελέτη [promeˈleti]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Planung, Vorsatz Planungθηλυκό | Femininum, weiblich f προμελέτη προσχέδιο προμελέτη προσχέδιο Vorsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m προμελέτη νομικός όρος | Rechtswesenνομ προμελέτη νομικός όρος | Rechtswesenνομ esempi εκ προμελέτης νομικός όρος | Rechtswesenνομ vorsätzlich εκ προμελέτης νομικός όρος | Rechtswesenνομ