Strecke
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- απόστασηFemininum, weiblich | θηλυκό fStreckeStrecke
- διαδρομήFemininum, weiblich | θηλυκό fStrecke RouteStrecke Route
- γραμμήFemininum, weiblich | θηλυκό fStrecke Bahn | σιδηρόδρομοςBAHNStrecke Bahn | σιδηρόδρομοςBAHN
esempi
-
- einen Verbrecher zur Strecke bringen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigσυλλαμβάνω έναν εγκληματία