Traduzione Greco-Tedesco per "γραμμή"

"γραμμή" traduzione Tedesco

γραμμή
[ɣraˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Umrisseπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl
    γραμμή πληθυντικός | Pluralpl σώματος
    γραμμή πληθυντικός | Pluralpl σώματος
  • Gleiseπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
    γραμμή πληθυντικός | Pluralpl σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ ράγες
    γραμμή πληθυντικός | Pluralpl σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ ράγες
  • Streckeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γραμμή σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ δρομολόγιο
    γραμμή σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ δρομολόγιο
  • Verbindungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γραμμή τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ σύνδεση
    γραμμή τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ σύνδεση
  • Figurθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γραμμή σιλουέτα
    γραμμή σιλουέτα
  • Schnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    γραμμή ρούχων
    γραμμή ρούχων
  • Kursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    γραμμή πολιτική | Politikπολιτ
    γραμμή πολιτική | Politikπολιτ
  • Linieθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γραμμή επιβαλλόμενη κατεύθυνση
    γραμμή επιβαλλόμενη κατεύθυνση
  • Linieθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γραμμή μαθηματικά | Mathematikμαθ
    γραμμή μαθηματικά | Mathematikμαθ
  • Linieθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γραμμή που τραβάμε στο χαρτί
    Strichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    γραμμή που τραβάμε στο χαρτί
    γραμμή που τραβάμε στο χαρτί
  • Reiheθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γραμμή ευθυγραμμισμένη σειρά
    γραμμή ευθυγραμμισμένη σειρά
  • Zeileθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γραμμή γραπτού κειμένου
    γραμμή γραπτού κειμένου
esempi
  • γραμμή υψηλής τάσης
    Hochspannungsleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γραμμή υψηλής τάσης
  • γραμμή των μαλλιών
    Haaransatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    γραμμή των μαλλιών
  • γραμμή του τραμ
    Straßenbahnschieneθηλυκό | Femininum, weiblich f
    γραμμή του τραμ
  • nascondi gli esempimostra più esempi
οριζόντια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Querstrichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
οριζόντια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
διεθνής γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f αλλαγής ημερομηνίας
Datumsgrenzeθηλυκό | Femininum, weiblich f
διεθνής γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f αλλαγής ημερομηνίας
οπτική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Blickrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
οπτική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
πλάγια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Seitenlinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
πλάγια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
βοηθητική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hilfslinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
βοηθητική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
κυματοειδής γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Schlangenlinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
κυματοειδής γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
κριτής στη γραμμή τερματισμού
Zielrichterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
κριτής στη γραμμή τερματισμού
διαχωριστική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Mittellinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
διαχωριστική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
πιστός στη γραμμή του κόμματος
πιστός στη γραμμή του κόμματος
διαχωριστική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Trennlinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
διαχωριστική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
κυματοειδής γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Wellenlinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
κυματοειδής γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
εναέρια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Oberleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
εναέρια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
κενή γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Leerzeileθηλυκό | Femininum, weiblich f
κενή γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
σιδηροδρομική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Bahngleisουδέτερο | Neutrum, sächlich n
σιδηροδρομική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
κατευθυντήρια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Richtlinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
κατευθυντήρια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρωτεύουσα σιδηροδρομική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hauptstreckeθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρωτεύουσα σιδηροδρομική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
κύρια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hauptleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
κύρια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
βασική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Grundlinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
βασική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
επιθετική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Offensiveθηλυκό | Femininum, weiblich f
επιθετική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
διαχωριστική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Demarkationslinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
διαχωριστική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f

Ci comunichi la Sua opinione!

Come trova il dizionario online Langenscheidt?

Grazie per la Sua valutazione!

Desidera lasciare un feedback sui nostri dizionari online?

Manca una traduzione, ha notato un errore o desidera farci un complimento? Compili il nostro modulo per il feedback. Il Suo indirizzo e-mail è opzionale e ci serve solo per rispondere alla Sua richiesta secondo la nostra politica sulla privacy.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Campi obbligatori

Si prega di compilare i campi contrassegnati.

Grazie per il Suo feedback!

Vieni a farci visita al sito: