συλλαμβάνω
[silamˈvano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <συνέλαβα; συνελήφθην>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- verhaften, festnehmenσυλλαμβάνωσυλλαμβάνω
- begreifenσυλλαμβάνω καταλαβαίνωσυλλαμβάνω καταλαβαίνω