„lösbar“: Adjektiv lösbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) δυνατός να λυθεί, διαλυτός δυνατός να λυθεί lösbar lösbar διαλυτός lösbar Chemie | χημείαCHEM lösbar Chemie | χημείαCHEM