„διαλυτός“ διαλυτός [ðialiˈtos], διαλυτή, διαλυτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) löslich, lösbar löslich, lösbar διαλυτός διαλυτός