„durchführbar“: Adjektiv durchführbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) εφικτός, εφαρμόσιμος, πραγματοποιήσιμος εφικτός, εφαρμόσιμος, πραγματοποιήσιμος durchführbar durchführbar