„όζον“: ουδέτερο όζον [ˈozon]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <όζοντος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Ozon Ozonουδέτερο | Neutrum, sächlich n όζον όζον esempi τρύπαθηλυκό | Femininum, weiblich f (του) όζοντος Ozonlochουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρύπαθηλυκό | Femininum, weiblich f (του) όζοντος στρώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n όζοντος Ozonschichtθηλυκό | Femininum, weiblich f στρώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n όζοντος