„τρύπα“: θηλυκό τρύπα [ˈtripa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Loch, Bude, Kabuff Lochουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρύπα τρύπα Budeθηλυκό | Femininum, weiblich f τρύπα μικρό δωμάτιο, μικρό σπίτι ειρωνικά | ironischειρων Kabuffουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρύπα μικρό δωμάτιο, μικρό σπίτι ειρωνικά | ironischειρων τρύπα μικρό δωμάτιο, μικρό σπίτι ειρωνικά | ironischειρων esempi μια τρύπα στο νερό οικείο | umgangssprachlichοικ ein Schuss in den Ofen μια τρύπα στο νερό οικείο | umgangssprachlichοικ τρύπα νερού Wasserlochουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρύπα νερού τρύπα στον κορμό δέντρου Astlochουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρύπα στον κορμό δέντρου