στρώμα
[ˈstroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Matratzeθηλυκό | Femininum, weiblich fστρώμα ύπνουστρώμα ύπνου
- Schichtθηλυκό | Femininum, weiblich fστρώμα γεωλογία | GeologieγεωλLageθηλυκό | Femininum, weiblich fστρώμα γεωλογία | Geologieγεωλστρώμα γεωλογία | Geologieγεωλ
- Stützgewebeουδέτερο | Neutrum, sächlich nστρώμα ιατρική | Medizinιατρστρώμα ιατρική | Medizinιατρ
esempi
- κοινωνικό στρώμαsoziale Schichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στρώμα αέραLuftschichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Algenteppichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi