φουσκωτός
[fuskoˈtos], φουσκωτή, φουσκωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- bauschigφουσκωτόςφουσκωτός
- aufgeblasenφουσκωτός φουσκωμένοςφουσκωτός φουσκωμένος
- aufblasbarφουσκωτός που φουσκώνεταιφουσκωτός που φουσκώνεται
esempi
- φουσκωτή πισίναθηλυκό | Femininum, weiblich fPlan(t)schbeckenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- φουσκωτό μαξιλάριουδέτερο | Neutrum, sächlich nLuftkissenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi