σκέφτομαι
[ˈskjeftome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- denken (αιτιατική | Akkusativakk an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)σκέφτομαισκέφτομαι
- überlegen, nachdenken (για über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)σκέφτομαι συλλογίζομαισκέφτομαι συλλογίζομαι
- sich Gedanken machen (αιτιατική | Akkusativakk über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)σκέφτομαι με απασχολεί κάτισκέφτομαι με απασχολεί κάτι
- erwägenσκέφτομαι μελετώσκέφτομαι μελετώ
- bedenkenσκέφτομαι λαμβάνω υπόψησκέφτομαι λαμβάνω υπόψη
- σκέφτομαι σκοπεύω
- sich ausdenkenσκέφτομαι φαντάζομαισκέφτομαι φαντάζομαι