„vorsätzlich“: Adverb vorsätzlichAdverb | επίρρημα adv Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) με πρόθεση, εκ προθέσεως, εκ προμελέτης με πρόθεση vorsätzlich vorsätzlich εκ προθέσεως, εκ προμελέτης vorsätzlich Rechtswesen | νομικός όροςJUR vorsätzlich Rechtswesen | νομικός όροςJUR