πατώ
[paˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- πατώ με τα πόδια
- betretenπατώ έδαφος, γρασσίδιπατώ έδαφος, γρασσίδι
- treten in+αιτιατική | +Akkusativ +akkπατώ φρένοπατώ φρένο
- austretenπατώ τσιγάροπατώ τσιγάρο
- brechenπατώ όρκοπατώ όρκο
- πατώ με το χέρι
- drückenπατώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ πλήκτροπατώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ πλήκτρο
- ausdrückenπατώ τσιγάροπατώ τσιγάρο
- kelternπατώ σταφύλιαπατώ σταφύλια
- überfahren.πατώ πεζό με το αυτοκίνητο οικείο | umgangssprachlichοικπατώ πεζό με το αυτοκίνητο οικείο | umgangssprachlichοικ