σκαλίζω
[skaˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- lockernσκαλίζω χώμασκαλίζω χώμα
- σκαλίζω
- kratzenσκαλίζω πληγήσκαλίζω πληγή
- durchwühlenσκαλίζω ανακατεύωσκαλίζω ανακατεύω
- schürenσκαλίζω φωτιά, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκαλίζω φωτιά, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- ausgrabenσκαλίζω παλιές ιστορίες μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκαλίζω παλιές ιστορίες μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
σκαλίζω
[skaˈlizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)