μονός
[moˈnos], μονή, μονόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- μονά εισαγωγικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npleinfache Anführungszeichenπληθυντικός | Plural pl
- Einzelzimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μονός αγώναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντρώνHerreneinzelουδέτερο | Neutrum, sächlich n