δωμάτιο
[ðoˈmatio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Zimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich nδωμάτιοδωμάτιο
- Raumαρσενικό | Maskulinum, männlich mδωμάτιο χώροςδωμάτιο χώρος
esempi
- μονόκλινο δωμάτιοEinzelzimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- δίκλινο δωμάτιοDoppelzimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- δωμάτιο αναμονήςVorzimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi