εισαγωγικά
[isaɣojiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Anführungszeichenπληθυντικός | Plural plεισαγωγικάεισαγωγικά
- Gänsefüßchenπληθυντικός | Plural plεισαγωγικά οικείο | umgangssprachlichοικεισαγωγικά οικείο | umgangssprachlichοικ