επιθυμητός
[epiθimiˈtos], επιθυμητή, επιθυμητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- erwünscht, begehrenswertεπιθυμητός ποθητόςεπιθυμητός ποθητός
esempi
- επιθυμητή αμοιβήθηλυκό | Femininum, weiblich fGehaltsanspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επιθυμητός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGehaltsvorstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fGehaltswunschαρσενικό | Maskulinum, männlich m