Traduzione Greco-Tedesco per "μισθός"

"μισθός" traduzione Tedesco

μισθός
[misˈθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Lohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μισθός
    Gehaltουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μισθός
    μισθός
  • Soldαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μισθός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
    μισθός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
esempi
  • μισθός πείνας
    Hungerlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μισθός πείνας
καθαρός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Nettogehaltουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Nettolohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
καθαρός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
επιθυμητός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Gehaltsvorstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gehaltswunschαρσενικό | Maskulinum, männlich m
επιθυμητός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
βασικός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Grundlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
βασικός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
κατώτατος μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Mindestlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
κατώτατος μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εβδομαδιαίος μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Wochenlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εβδομαδιαίος μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
συλλογικός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Tariflohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
συλλογικός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
υψηλότατος μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Spitzengehaltουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Spitzenlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
υψηλότατος μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πραγματικός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Effektivlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πραγματικός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μέσος μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Durchschnittsverdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μέσος μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αρχικός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Anfangsgehaltουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αρχικός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m

Ci comunichi la Sua opinione!

Come trova il dizionario online Langenscheidt?

Grazie per la Sua valutazione!

Desidera lasciare un feedback sui nostri dizionari online?

Manca una traduzione, ha notato un errore o desidera farci un complimento? Compili il nostro modulo per il feedback. Il Suo indirizzo e-mail è opzionale e ci serve solo per rispondere alla Sua richiesta secondo la nostra politica sulla privacy.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Campi obbligatori

Si prega di compilare i campi contrassegnati.

Grazie per il Suo feedback!

Vieni a farci visita al sito: