αμοιβή
[amiˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vergütungθηλυκό | Femininum, weiblich fαμοιβή μισθόςLohnαρσενικό | Maskulinum, männlich mαμοιβή μισθόςαμοιβή μισθός
- Honorarουδέτερο | Neutrum, sächlich nαμοιβή πληρωμή εργασίαςαμοιβή πληρωμή εργασίας
- Belohnungθηλυκό | Femininum, weiblich fαμοιβή ανταμοιβήαμοιβή ανταμοιβή
esempi
-
- αμοιβή εκπαιδευόμενουAusbildungsvergütungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αμοιβή συμβούλουBeratungsgebührθηλυκό | Femininum, weiblich f