δρόμος
[ˈðromos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Wegαρσενικό | Maskulinum, männlich mδρόμοςδρόμος
- Straßeθηλυκό | Femininum, weiblich fδρόμος οδόςδρόμος οδός
- Fahrtθηλυκό | Femininum, weiblich fδρόμος διαδρομήδρόμος διαδρομή
- Streckeθηλυκό | Femininum, weiblich fδρόμος απόστασηδρόμος απόσταση
- Laufαρσενικό | Maskulinum, männlich mδρόμος αθλητισμός | Sportαθλδρόμος αθλητισμός | Sportαθλ